- βότας
- βότᾱς , βότηςgoat-pasturemasc acc plβότᾱς , βότηςgoat-pasturemasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αναβότας — ο ο Αναβάτης ανδρικό όνομα τής Μυκηναϊκής (a na qo ta). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βότας (αττ βάτης) < ΙΕ *gwmtās (το m στη Μυκηναϊκή δίνει ο αντί α)] … Dictionary of Greek